διαιώνιος
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
α, ον (also ος, ον Phld.Piet.80, Ph.2.569), everlasting, φύσις Pl.Ti.39e; εὐδαιμονία Phld. l.c., cf. Ph. l.c., Jul.Or.4.144c; ζῷα Phld.Piet.111. Adv. διαιωνίως = eternally, Procl.Theol.Plat.5.37, Syrian.in Metaph.103.28, Jul.Or.4.145a.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Ph.2.569]
1 eterno φύσις Pl.Ti.39e, θυσίαι Ph.l.c., ζῷα Phld.Piet.693
•subst. τὸ δ. la eternidad Iul.Or.11.144c
•neutr. como adv. por siempre δ. ἔχειν τὴν τελείαν εὐδαιμονίαν Phld.Piet.352.
2 adv. -ως eternamente, perpetuamente δ. ἵδρυσαι Procl.Theol.Plat.5.37 (p.137), cf. Syrian.in Metaph.103.28, Iul.Or.11.145a, Didym.M.39.832B.
German (Pape)
[Seite 580] α, ον, immerwährend, ewig; φύσις Plat. Tim. 39 e; Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιώνιος -α -ον, f. ook -ος [διά, αἰών] eeuwig.
Russian (Dvoretsky)
διαιώνιος: непреходящий, вечно существующий, вечный (φύσις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαιώνιος: -α, -ον, ἐπιτεταμένον ἀντὶ αἰώνιος, διαρκῶν δι’ ὅλου τοῦ χρόνου, αἰώνιος, Πλάτ. Τιμ. 39Ε. ― Ἐπίρρ. -ως, Πρόκλ. 238.
Greek Monolingual
διαιώνιος, -ία, -ον και -ος, -ον (Α)
ο αιώνιος, αυτός που δεν τελειώνει ποτέ.