ῥινίον
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ῥίνη 1, small file, Gal.12.871, Hdn.Epim.119.
2 = ῥινάριον 2, Cels.6.6.30, Gal.12.736.
II Dim. of ῥίς, in plural ῥινία, nostrils, Arist.Phgn.808a34.
German (Pape)
[Seite 844] τό, 1) dim. von ῥίνη, Sp., auch eine Art Pflaster, Medic. – 2) im plur. τὰ ῥινία, dim. von ῥίς, die Nasenlöcher, Arist. physiogn. 3, 57; vgl. Lob. Phryn. 211.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνίον: τό ноздря Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνίον: τό, = ῥίνη, μικρὸν ῥινίον, «λιμίτσα», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 119. 2) = ῥινάριον, Γαλην. τῶν κατὰ τόπ. βιβλ. 4, Κέλσος, ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ῥίς, ἐν τῷ πληθ. ῥινία, οἱ μυκτῆρες, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 14, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 211.