πολυδέγμων

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδέγμων Medium diacritics: πολυδέγμων Low diacritics: πολυδέγμων Capitals: ΠΟΛΥΔΕΓΜΩΝ
Transliteration A: polydégmōn Transliteration B: polydegmōn Transliteration C: polydegmon Beta Code: polude/gmwn

English (LSJ)

πολυδέγμον, gen. ονος, (δέχομαι)
A containing much or receiving much, Lyc.700.
II πολυδέγμων, ὁ, like πολυδέκτης, a name of Hades, h.Cer.17.31, prob. in Orph.H.18.11, cf. Fr.49iv64, v69.

German (Pape)

[Seite 661] ον, viel fassend od. aufnehmend, Lycophr. 699 (vgl. πολυδαίμων). Auch als subst., Beiwort des Hades, der alles Sterbliche in sein Reich aufnimmt, H. h. Cer. 17. 31 u. sonst. Vgl. auch πολυδέκτης.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδέγμων: -ον, γεν. ονος, (δέχομαι) ὁ δεχόμενος ἢ περιλαμβάνων πολλά, Λυκόφρ. 700. ΙΙ. πολυδέγμων, ὁ, ὡς τὸ πολυδέκτης, ὄνομα τοῦ Ἅιδου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 17. 31, κτλ., ἔνθα ἴδε Ruhnk.· πρβλ. πολυδαίμων.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά
2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά
3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων
προσωνυμία του θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, νεκροδέγμων].

Greek Monotonic

πολυδέγμων: -ον, γεν. -ονος = πολυδέκτης, σε Ομήρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολυδέγμων, ονος, = πολυδέκτης, Hhymn.]