μετακαθίζω

Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A shift one's position, Sch.Il.13.281, Sch.Ar.V.397.
2 metaph., shift one's ground in argument, S.E. M.1.215; change sides, pass over, εἴς or πρός τινα, J.AJ18.6.6, 19.1.10.

German (Pape)

[Seite 147] (s. ἵζω), umsetzen, anderswohin setzen, Schol. Il. 13, 281; intr. übertr., μετακαθίσαντες, S. Emp. adv. gramm. 215.

Russian (Dvoretsky)

μετακαθίζω: досл. пересаживать, перемещать, перен. менять мнение, передумывать: εἰ μὲν μετακαθίσαντες λέγοιεν Sext. если же они, передумав, скажут.

Greek (Liddell-Scott)

μετακαθίζω: καθίζω ὁτὲ μὲν ἐδῶ ὁτὲ δὲ ἐκεῖ, δὲν δύναμαι νὰ μείνω ἥσυχος ἐν τῇ θέσει μου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 281. ΙΙ. μεταβάλλω γνώμην, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 215.

Greek Monolingual

μετακαθίζω (ΑM)
αλλάζω θέση
αρχ.
1. κάθομαι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, δεν μένω στη θέση μου
2. αλλάζω γνώμη
3. προσχωρώ σε κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου.