τευτλίον

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευτλίον Medium diacritics: τευτλίον Low diacritics: τευτλίον Capitals: ΤΕΥΤΛΙΟΝ
Transliteration A: teutlíon Transliteration B: teutlion Transliteration C: teftlion Beta Code: teutli/on

English (LSJ)

τό, Dim. (in form) of τεῦτλον (q.v.), Ar.Ra.942, Fr.130, Thphr. HP 7.2.6, CP2.5.3, Diocl.Fr.140:—σευτλίον in Diph.Siph. ap. Ath.9.371a, PCair.Zen.292.23, al. (iii B.C.), PPetr.3p.328 (iii B.C.).

Russian (Dvoretsky)

τευτλίον: τό Arph. = τεῦτλον.

Greek (Liddell-Scott)

τευτλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῦτλον, ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει ἁπλῶς ὡς συνώνυμον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 942, Ἀποσπ. 180, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3· - σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρὰ Ἀθην. 371A· ἴδε ἐν λ. τεῦτλον.

Greek Monolingual

και σευτλίον, τὸ, Α [τεῡτλον / σεῡτλον]
1. υποκορ. του τεῡτλον
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) τεύτλο.

Greek Monotonic

τευτλίον: τό, υποκορ. του τεῦτλον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τευτλίον, ου, τό, [Dim. of τεῦτλον, Ar.]