τευτλίον
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
τό, Dim. (in form) of τεῦτλον (q.v.), Ar.Ra.942, Fr.130, Thphr. HP 7.2.6, CP2.5.3, Diocl.Fr.140:—σευτλίον in Diph.Siph. ap. Ath.9.371a, PCair.Zen.292.23, al. (iii B.C.), PPetr.3p.328 (iii B.C.).
Russian (Dvoretsky)
τευτλίον: τό Arph. = τεῦτλον.
Greek (Liddell-Scott)
τευτλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῦτλον, ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει ἁπλῶς ὡς συνώνυμον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 942, Ἀποσπ. 180, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3· - σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρὰ Ἀθην. 371A· ἴδε ἐν λ. τεῦτλον.
Greek Monolingual
και σευτλίον, τὸ, Α [τεῡτλον / σεῡτλον]
1. υποκορ. του τεῡτλον
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) τεύτλο.
Greek Monotonic
τευτλίον: τό, υποκορ. του τεῦτλον, σε Αριστοφ.