ἰσοδύναμος
English (LSJ)
ἰσοδύναμον, equal in force or power, Alex.Aphr.Pr.1.135; of drugs, Paul.Aeg.2.30; equivalent in meaning, Men.Prot.p.24D.: generally, equivalent, c. dat., LXX 4 Ma.3.15. Adv. ἰσοδυνάμως, ἔχειν Eust.72.33, cf. Gal.18(2).483.
German (Pape)
[Seite 1264] gleich mächtig, gleich stark, gleich bedeutend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοδύναμος: -ον, ἴσος τὴν δύναμιν, Ἀλέξ. Ἁφρ. Προβλ. 1. 135. - Ἐπίρρ. -μως, Εὐστ. 72. 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, -ον)
1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» — λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος, έχουν την ίδια ενεργειακή αξία)
2. αυτός που είναι ίσος ή θεωρείται ίσος με άλλον ως προς την αξία, τη σημασία ή τη σπουδαιότητα (α. «ἱσοδύναμες προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν την ίδια κρίση με διαφορετική διατύπωση
β. «λογισθὲν ἰσοδύναμον τὸ ποτὸν αἵματι», ΠΔ)
3. το ουδ. ως ουσ. το ισοδύναμο(ν)
η ισοδυναμία.
επίρρ...
ισοδυνάμως και ισοδύναμα (ΑΜ ἰσοδυνάμως)
με ισοδύναμο τρόπο, με ισοδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. αρτιοδύναμος, μεγαλοδύναμος].