δωδεκαδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰδάκτῠλος Medium diacritics: δωδεκαδάκτυλος Low diacritics: δωδεκαδάκτυλος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dōdekadáktylos Transliteration B: dōdekadaktylos Transliteration C: dodekadaktylos Beta Code: dwdekada/ktulos

English (LSJ)

δωδεκαδάκτυλον, twelve fingers long or broad, Apollod.Poliorc.178.3; of twelve digits, of the apparent diameter of sun and moon, Cleom.2.3; δ. ἔκφυσις the duodenum, Herophil. ap.Gal.2.572, Ruf.Anat.42.

Spanish (DGE)

-ον
de doce dedos de longitud o anchura ἡ δ. ... ἔκφυσις o simpl. ἡ δ. anat. n. dado al duodeno Herophil.96, 97b, 98b, Gal.2.578, Ruf.Anat.42
mec., en una máquina de guerra δοκὸς ... τῷ πάχει ἡμίπους ἢ δ. Apollod.Poliorc.178.3.

German (Pape)

[Seite 693] zwölffingerig, ἔκφυσις; auch ὁ δ., Zwölffingerdarm, Medic.; – zwölfzöllig. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαδάκτῠλος: -ον, ἔχων μῆκοςπλάτος δώδεκα δακτύλων, δ. ἔκφυσις, τὸ δωδ. ἔντερον, Ἡρόφιλ. παρὰ Γαλην. 4, 173, ἴδε Greenhill Θεόφιλ. σ. 68. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δωδεκαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δώδεκα δακτύλων
2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαδάκτυλο
η πρώτη μοίρα του λεπτού εντέρου μετά το στομάχι με μήκος δώδεκα δακτύλους
νεοελλ.
αυτός που έχει δώδεκα δάχτυλα στα δύο χέρια.