λεπτόγειος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόγειος Medium diacritics: λεπτόγειος Low diacritics: λεπτόγειος Capitals: ΛΕΠΤΟΓΕΙΟΣ
Transliteration A: leptógeios Transliteration B: leptogeios Transliteration C: leptogeios Beta Code: lepto/geios

English (LSJ)

λεπτόγειον, Thphr. CP 3.6.8, HP6.5.2, etc.:—also λεπτόγεως, ων, Th.1.2: (γῆ):—of a thin or poor soil: pl. λεπτόγεα, τά, barren lands, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 30] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol maigre.
Étymologie: λεπτός, γαῖα.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόγειος: -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· (γαῖα, γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτόγειος, -ον)
βλ. λεπτόγαιος.

Greek Monotonic

λεπτόγειος: -ον ή λεπτό-γεως, -ων (γαῖα, γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, χέρσος, σε Θουκ.

Middle Liddell

λεπτό-γειος, ον γαῖα, γῆ]
of thin, poor soil, Thuc.