ἀρητήρ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
[ᾱ], -ῆρος, ὁ, (ἀράομαι) one that prays: poet. for ἱερεύς (Arist.Po.1457b35), priest, Il.1.11, 5.78, al.; also in metr. Inscrr., IG4.1007 (Epid.), 1538 (Apollo Maleatas), etc., cf. Orac. ap. Jul.Ep.89.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾱ-]
sacerdote Χρύσης Il.1.11, cf. 1.94, Σκαμάνδρου ἀ. Il.5.78, cf. Arist.Po.1457b35, IG 12(1).837 (Lindo II d.C.), de Apolo, Orác. en Iul.Ep.89b.297c, del templo de Asclepio IG 42.436.2, 433.2 (Epidauro IV d.C.), Διὸς Λυδοῖο ... ἀ. Nonn.D.13.480, judío, Nonn.Par.Eu.Io.11.15, cristiano MAMA 1.237.1, 370.2 (Laodicea), ref. al patriarca de Santa Sofía, Paul.Sil.Soph.344, 963.
German (Pape)
[Seite 350] ῆρος, ὁ, der Beter, d. i. Priester, Hom. dreimal, Iliad. 1, 11. 94, Σκαμάνδρου ἀρητήρ 5, 78. Das α ist in allen drei Stellen lang, in arsi. Vgl. Arist. poet. 21.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
celui qui adresse les prières aux dieux, personne qui prie, orant, prêtre.
Étymologie: ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρητήρ: ῆρος (ᾱ) ὁ возносящий моления, жрец Hom., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρητήρ: [ᾱ], -ῆρος, ὁ (ἀράομαι) ὁ εὐχόμενος, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἱερεὺς (Ἀριστ. Ποιητ. 21. 17), Ἰλ. Α. 11., Ε. 78, κ. ἀλλ., ὡσαύτως ἐν ἐμμέτρ. ἐπιγρ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 800, 827, 873˙ πληθ., 406. 10.
Greek Monolingual
ἀρητήρ, ο (θηλ., ἀρήτειρα) (Α) αράομαι
αυτός που προσεύχεται, ιερέας.
Greek Monotonic
ἀρητήρ: [ᾱ], -ῆρος, ἡ (ἀράομαι), αυτός που προσεύχεται, ιερέας, σε Ομήρ. Ιλ.