ἀναδεσμεύω
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
tie up, suspend, ἔκ τινος D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.16:—also ἀναδεσμέω, κλήματα πρὸς χάρακας Gp.4.7.3, cf. Sch.A.Pers.191: metaph., of religious scruples or taboos, Lyd.Ost.16.
Spanish (DGE)
colgar, suspender τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίων D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
•en v. med. τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένην con los cabellos sueltos, PMag.4.1727.
German (Pape)
[Seite 186] auf-, anbinden, Diod. S.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδεσμεύω: подвязывать, привязывать Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδεσμεύω: δένω ἐπάνω ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: οὕτως ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191.
Greek Monolingual
(Α ἀναδεσμεύω)
νεοελλ.
δεσμεύω εκ νέου, ξαναδεσμεύω
αρχ.
δένω προς τα επάνω, κρεμώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεσμεύω.