πηνίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίζομαι Medium diacritics: πηνίζομαι Low diacritics: πηνίζομαι Capitals: ΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pēnízomai Transliteration B: pēnizomai Transliteration C: pinizomai Beta Code: phni/zomai

English (LSJ)

Dor. πανίσδομαι, (πήνη) wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.

French (Bailly abrégé)

tisser.
Étymologie: πήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίζομαι, Dor. πᾶνίσδομαι [πήνη] weven.

Russian (Dvoretsky)

πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγωοὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

πηνίζομαι: Δωρ. πᾶνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίζομαι: Δωρ. πᾶνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.

Middle Liddell

πηνίζομαι, πήνη
Dep., to wind thread off a reel, Theocr.