παραβλάπτω
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
A damage incidentally, X.Eph.4.2, Gal.UP13.3 (Pass.), al., Eun.Hist.p.246 D.; φρένες -βεβλαμμέναι EM322.23.
2 help to damage, Vett.Val.56.1.
German (Pape)
[Seite 472] beschädigen, Sp., φρένες παραβεβλαμμέναι, E. M. p. 322, 23.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλάπτω: βλάπτω ἐμμέσως, ἐπιφέρω βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
επιφέρω βλάβη, ζημιώνω
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) βλάπτω με έμμεσο τρόπο
2. συντελώ στο να επέλθει βλάβη
3. εμποδίζω, κωλύω.