μετακυλίνδω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
roll to another place, roll over, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.Ra.536:—also μετακυλίω [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.
Greek Monolingual
μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)
κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ
μσν.
(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῦμαι, -έομαι
(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυλίνδω «κυλώ»].