μετακυλώ

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

και μετακυλίωμετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) κυλώ/κυλίω
μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι
νεοελλ.
(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο
μσν.
μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι
(για τον τροχό του χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι
αρχ.
παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.