αὐταρκέω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
A supply with necessaries, αὐτάρκησεν ἑαυτὸν ἐν ἐρήμῳ LXX De.32.10.
II to be sufficient, Arist.EE1242a8, PLips.29.11 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
I de pers.
1 ser autosuficiente, bastarse a sí mismo en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.EE 1242a8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ LXX De.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145
•bastarse en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) PLips.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου A.Xanthipp.3.
2 estar satisfecho con su estado ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.Or.50.38.
II de abstr. ser suficiente, bastar αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.
Greek (Liddell-Scott)
αὐταρκέω: παρέχω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπήρκησεν αὐτῷ, Ἑβδ. (Δευτ. λβ΄, 10). Τὸ χωρίον τοῦτο κατὰ τὸ νῦν Ἑβρ. κείμενον εἶναι: «ἐν γῇ ἐρήμῳ εὕρηκεν αὐτόν». Ἴδε μετάφρ. Ἱερ. Γραφ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρ.
Russian (Dvoretsky)
αὐταρκέω: довлеть самому себе, довольствоваться своим (Thuc., Isocr. - v.l. к ἀνταρκέω Arst.).
German (Pape)
sich selbst genügen, oft v.l. für ἀνταρκέω, z.B. Thuc. 7.15; Isocr. 6.79.