σαλία
From LSJ
English (LSJ)
πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι, οἱ δὲ θολία, Hsch.Dor. for τηλία, sifter, dub. in Supp.Epigr.1.414 (Crete, v/iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, = σαλεία, l. d. Polem. phys. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλία: ἴδε σαλεία.
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι, oἱ δὲ θολία».
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τηλία.
(III)
ἡ, Μ σαλός
μωρία.