σαλός
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
σαλή, σαλόν, silly, imbecile, Hsch. s.v. ὑσθλός, Sch.Ar.Nu.397.
Greek (Liddell-Scott)
σαλός: -ή, -όν, ἀνόητος, μωρός, ἠλίθιος, Βυζ.· (ὁ Λοβέκ. ἐν Παθ. 276, παραβάλλει τὸ σίαλος)· - ἐντεῦθεν σαλότης, ἡ, μωρία, εὐήθεια, ἠλιθιότης, Ἐκκλ. - Ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ νῦν ἐπὶ τῆς ἰδίας σημασίας εὕρηται ἡ λέξις.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
ανόητος, μωρός, ηλίθιος, ανισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από τη λ. σάλος με καταβιβασμό του τόνου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: foolish (H. s.v. ὑσθλός, sch. Ar. Clouds 397)
Other forms: Also δαλός (Cyr).) and *ζαλός from which ζαλαίνω (Η., ΕΜ 406, 43), Furnée 255.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. dalivus (from *δάλαιος). The word is Pre-Greek (dyal-).