διαγώνιος

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγώνιος Medium diacritics: διαγώνιος Low diacritics: διαγώνιος Capitals: ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: diagṓnios Transliteration B: diagōnios Transliteration C: diagonios Beta Code: diagw/nios

English (LSJ)

διαγώνιον, from angle to angle, diagonal, Str.2.1.36, Vitr.9.1.5, Aristid.Quint.3.3, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Procl.Hyp.3.16; δ. πάσσαλος Nicom.Harm.6. Adv. διαγωνίως Id.Ar.2.12.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α Gr.Nyss.Perf.193.17]
I 1geom. diagonal, oblicuo παραλία ... δ. πως ἄγεται Str.2.1.36, linea ab angulo ad angulum diagonios perducatur Vitr.9 praef.5, cf. Aristid.Quint.99.4, διαγώνιοι πόδες patas diagonalmente opuestas de una cama, Antyll. en Orib.6.23.3, δ. πεσσοί Gr.Nyss.Ep.25.5
subst. ἡ δ. (sc. γραμμή) la diagonal Str.2.1.36, Procl.Hyp.3.16, Eustr.in Apo.XIII.39 ἡ δ. εὐθεῖα τὸ τετράγωνον χωρίον εἰς δύο τρίγωνα τέμνει Gal.1.429, tb. neutr. plu. τὰ διαγώνια Simp.in Cat.50.20.
2 angular οἰκοδομία Gr.Nyss.l.c.
II adv. -ως en diagonal δ. διαιρεθὲν εἰς δύο τρίγωνα Nicom.Ar.2.12, cf. An.Bachm.2.172.3.

Greek (Liddell-Scott)

διαγώνιος: -ον, ὁ ἀπὸ γωνίας εἰς γωνίαν φερόμενος, Ἀριστείδ. Κοϊντ. σ. 118, Βιτρούβ. 9. 1. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικόμ. Γερασ. σ. 122.

Greek Monolingual

-α και -ος, -ο (AM διαγώνιος, -ον)
αυτός που συνδέει μια γωνία με την απέναντι της
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η διαγώνιος
η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές ενός πολυγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -γωνιος < γωνία. Το επίθετο διαγώνιος χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Στράβωνα για να προσδιορίσει το ουσ. γραμμή.

German (Pape)

von einem Winkel zum andern, ἡ, sc. γραμμή, Diagonale, Sp.