λυχναῖος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
α, ον,
A of a lamp, φῶς Procl.Sacr.p.149 B.
II λυχναῖος καὶ λυχνεύς ὁ διαυγὴς λίθος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λυχναῖος: λίθος, ὁ, = λυχνίτης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λυχναῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία
2. λυχνεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].