στύφλος
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
στύφλον, = στυφελός 1, στύφλους παρ' ἀκτάς A.Pers.303; τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.Pr.748; στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.Ant.250; ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.Ba.1137, cf. IT1429, Lyc.737.
Greek Monolingual
-ον, και στυφλός, -όν, Α
τραχύς, σκληρός, στυφελός («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.