ἀμύριστος

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύριστος Medium diacritics: ἀμύριστος Low diacritics: αμύριστος Capitals: ΑΜΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: amýristos Transliteration B: amyristos Transliteration C: amyristos Beta Code: a)mu/ristos

English (LSJ)

[ῠ], ον,
A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene).
2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.

German (Pape)

[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: , μυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύριστος: (ῠ) не умащенный благовониями (ἀκαλλώπιστος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) μυρίζω
1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος
2. αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε κανείς
3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε
4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική
αρχ.
1. αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα
2. τραχύς, άξεστος.