ἀτράχηλος
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A without neck, of the crab, AP6.196 (Stat. Flacc.).
II short-necked, bull-necked, Teles p.55 H., Gal.5.383.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 falto de cuello del cangrejo de mar AP 6.196 (Stat.Flacc.), ἀνθρώπους οὐ ... ὥσπερ τοὺς ἰχθῦς ἀτραχήλους ἄν τις εἴποι Gal.5.384.
2 cuellicorto de pers. οὐδεὶς γὰρ ἂν οὕτως γε ἄνθρωπος ἀ. εἴη, ὡς ἐστερῆσθαι τὸ πάμπαν τραχήλου, ἀλλὰ τῷ μικρὸν ἔχειν τὸν τράχηλον Gal.5.384, cf. Teles 7 p.55.2, 5.
3 del peplo que entregó Clitemestra a Agamenón que no tiene abertura para el cuello δίδωσι γὰρ αὐτῷ χιτῶνα ἄχειρα καὶ ἀτράχηλον Apollod.Epit.6.23, cf. Sch.A.Eu.634b.
German (Pape)
[Seite 388] ohne Hals, vom Krebs, Flacc. 4 (ot, 196); von Menschen (also mit kurzem H.), Teles Stob. 108, 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans cou;
2 au cou ramassé.
Étymologie: ἀ, τράχηλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτράχηλος: (ρᾰ) лишенный шеи (sc. πάγουρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτράχηλος: -ον, ἄνευ τραχήλου, Τέλης παρὰ Στοβ. 575. 46, Ἀνθ. Π. 6. 196.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτράχηλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τράχηλο
2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο.
Greek Monotonic
ἀτράχηλος: -ον, αυτός που δεν έχει λαιμό, σε Ανθ.
Middle Liddell
without neck, Anth.