ἀμφίπρυμνος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἀμφίπρυμνον, with two sterns, i.e. with rudder behind and before, ναῦς S.Fr.131, cf.Milet.7p.60, D.C.74.11, Agath.3.21: metaph., two-edged, λόγω E.ap.Phot.p.103 R.
Spanish (DGE)
-ον
de dos popas, de doble timón, con maniobra hacia adelante y hacia atrás (πλοῖον) S.Fr.131, cf. Didyma 39.37, 41.45, Agath.3.21.6
•fig. de doble sentido ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.Fr.955dSn.
German (Pape)
[Seite 142] ναῦς, ein Schiff, das an beiden Seiten Hintertheile, d. i. Steuer hat, Soph. frg. 135.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίπρυμνος: с двухсторонней кормой, т. е. с рулевым управлением с каждой стороны (ναῦς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων δύο πρύμνας, ὅ ἐ. ἔχων πηδάλιον ὄπισθεν καὶ ἔμπροσθεν, ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 135: ὡσαύτως ἀμφίπρῳρος, ον, ὁ ἔχων δύο πρῴρας, Γαλην.: πρβλ. δίπρῳρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίπρυμνος, -ον)
αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο τμήμα
μσν.
μτφ. (για πηδάλιο) αυτός που έχει δύο άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρύμνη.