ἀνεκτέος
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
α, ον, to be borne, ἀνεκτέα (sc. ἐστι τάδε) S.OC883; ἀνεκτέα τάδε (restored for ἀνεκτά) Ar.Lys.477: ἀνεκτέον, Clearch.4.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que hay que soportar S.OC 883, Trag.Adesp.382.
German (Pape)
[Seite 221] zu dulden, Soph. O. C. 887.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκτέος: adj. verb. к ἀνέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτέος: -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; ὕβρις, ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478.
Greek Monotonic
ἀνεκτέος: -ον, ρημ. επίθ. του ἀνέχομαι, αυτός που πρέπει να υποφερθεί, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀνέχομαι.]
to be borne, Soph.