ἕδρασμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = ἕδρα, E.Fr.305, Ph.1.336, PMag.Par.1.1153 (pl.).
II Pythag. name for eight, Theol.Ar.55.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1morada, sede ξεστὸν ὄχθον Δαναϊδῶν ἑδρασμάτων E.Fr.305, cf. Sch.Pi.O.2.12a, S.El.1393P.
2 soporte, fundamento, base τὴν γῆν ἑδράσμασιν αἰωνίοις στηρίσας PMag.4.1153, cf. Hsch.s.u. ἕδος
•fig. ἡ πίστις ἕ. ἀγάπης Clem.Al.Strom.2.6.30, δικαιοσύνης Corp.Herm.13.9, στυγνοῦ σκότους ἕ. (Cerbero) fundamento de las tinieblas tenebrosas, Suppl.Mag.42.1, ῥήτορσι ... περιβλέπτοισιν ἕ. IGLS 9437 (V d.C.), (Χριστός) τῶν δὲ ψυχῶν ἡμῶν βακτηρία καὶ ἕ. Mac.Aeg.Hom.47.16.
II n. del ocho entre los pitagóricos Theol.Ar.55.
German (Pape)
[Seite 717] τό, die Stütze, Eur. frg. bei Schol. Or. 871 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἕδρασμα: ατος τό pl. место пребывания, владение (Δαναϊδῶν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἕδρασμα: τό, = ἕδρα, Εὐρ. Ἀποσπ. 307, Φίλων 1. 336.
Greek Monolingual
ἕδρασμα, το (AM)
1. έδρα
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -ασμα) τ. της λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.].
Léxico de magia
τό sent. fig. fundamento, base como advoc. prob. de Cérbero στυγνοῦ σκότους ἕ., καρχαρόστομε σκύλαξ, ... μόλε fundamento de la tenebrosa oscuridad, cachorro de dientes de sierra, ven SM 42 1 SM 63