τευκτικός
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
τευκτική, τευκτικόν, able to attain to, ἀγαθοῦ Arist.EN1142b22; τῶν τελῶν Phld.Rh.1.53 S.: Comp. τευκτικώτερος ib.145 S.
German (Pape)
[Seite 1101] gewöhnlich erreichend, erlangend, τινός, Arist. eth. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d'obtenir.
Étymologie: τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
τευκτικός: способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τευκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐπιτύχῃ, τοῦ ἀγαθοῦ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τεύχω
ο ικανός να επιτύχει κάτι.
Greek Monotonic
τευκτικός: -ή, -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.