εὐερέθιστος

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερέθιστος Medium diacritics: εὐερέθιστος Low diacritics: ευερέθιστος Capitals: ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eueréthistos Transliteration B: euerethistos Transliteration C: everethistos Beta Code: eu)ere/qistos

English (LSJ)

εὐερέθιστον, easily excited, irritable, Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; easily provoked, εἰς ὀργάς Plot.1.8.14.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.

Greek (Liddell-Scott)

εὐερέθιστος: -ον, εὐκόλως ἐρεθιζόμενος, Στράβων 660.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.