κατάσαρκος

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσαρκος Medium diacritics: κατάσαρκος Low diacritics: κατάσαρκος Capitals: ΚΑΤΑΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: katásarkos Transliteration B: katasarkos Transliteration C: katasarkos Beta Code: kata/sarkos

English (LSJ)

κατάσαρκον, fleshy, plump, Agatharch.Fr.Hist.7 J., Sor.2.57, Antyll. ap. Orib.7.12.8, Alciphr.Fr.5.3; Glossaria on σωμασκίας, Hdn. Epim.130.

German (Pape)

[Seite 1377] mit Fleisch versehen, fleischig; Ath. XII, 550 c; Gegensatz κατάξηρος, Alciphr. frg. 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσαρκος: -ον, λίαν σαρκώδης, πολύσαρκος, εὐτραφής, κ. καὶ καταπίμελος Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ κατάξηρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάσαρκος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα
αρχ.
πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος.
επίρρ...
κατάσαρκακατάσαρκα)
ακριβώς πάνω από τη σάρκα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν-σαρκος, περί-σαρκος].