καταπίμελος
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
καταπίμελον, very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.
German (Pape)
[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.
Greek Monolingual
καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμπίμελος, περιπίμελος].
Translations
filthy rich
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก