παρακλείδιος
From LSJ
English (LSJ)
κλείς, ἡ,
A false key, Pl.Com.77.
II Subst. παρακλείδιον, τό, lock, POxy.1269.22 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακλείδιος: κλείς, ἡ, ἀντικλείδιον, Πλάτων Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον
κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.)
2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» — αντικλείδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλείς, -ειδός «κλειδί» + κατάλ. -ιος].