ἐμβύθιος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[ῠ], ον< (η, ον AP9.227 (Bianor), 423 (Id.)), at the bottom of the sea, πέτρα ib.7.504 (Leon.); ἄγρη ib.9.227; κρηνίδες D.H.1.32; πίννα Isid.Char.20.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fem. -η AP 9.227, 423 (ambos Bianor)]
1 sumergido bajo el mar, submarino θαλάμαι Isid.Char.1, una ciudad debido a un terremoto AP 9.423 (Bianor), ἄγρη AP 9.227 (Bianor), πέτραι AP 7.504 (Leon.), πηλός Opp.H.4.246, ἐμβύθιοι μάκαρες de Nerea, Anfítrite y otras divinidades, Orph.A.334.
2 profundo, hondo κρηνίδες ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐμβύθιοι D.H.1.32, cf. 6.13
•fig. ἐμβύθιον ἔκρυψε τὸ πρόσταγμα ocultó la orden en lo más profundo de su corazón, Chrys.M.56.549.
German (Pape)
[Seite 807] α, ον, in der Tiefe, bes. des Meeres; ἄργη Bian. 2 (IX, 227); πέτρα Leon. Tar. 93 (VII, 504); θαλάμαι bei Ath. III, 94 a; auch κρηνῖδες ἐμβύθιοι D. Hal. 1, 32.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui est au fond de l'eau.
Étymologie: ἐν, βύθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβύθιος: и 3 (ῠ) находящийся в глубине (воды), подводный (πέτρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβύθιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 227, 423˙ ― ἐν τῷ βυθῷ τῆς θαλάσσης, πέτρα αὐτόθι 7. 504˙ κρηνὶς Διον. Ἁλ. 1. 32.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐμβύθιος, -ον και ἐμβύθιος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας.
Greek Monotonic
ἐμβύθιος: -α, -ον ή -ος, -ον (ἐν, βυθός), αυτός που βρίσκεται στο βυθό, στον πυθμένα της θάλασσας, σε Ανθ.