τειχομάχος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομάχος Medium diacritics: τειχομάχος Low diacritics: τειχομάχος Capitals: ΤΕΙΧΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: teichomáchos Transliteration B: teichomachos Transliteration C: teichomachos Beta Code: teixo/maxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, defending a wall, App.Hisp. 93: but τ. σίδηρος for demolishing walls, Id.BC5.36: = vinearius, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 1081] um die Mauern kämpfend, Burgen belagernd und bestürmend, s. τειχομάχης.

Greek Monolingual

ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ τειχομαχῶ
1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη
2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.
β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).