ὑπέρβλημα

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβλημα Medium diacritics: ὑπέρβλημα Low diacritics: υπέρβλημα Capitals: ΥΠΕΡΒΛΗΜΑ
Transliteration A: hypérblēma Transliteration B: hyperblēma Transliteration C: ypervlima Beta Code: u(pe/rblhma

English (LSJ)

-ατος, τό, portion of an area projecting beyond a given line, Archim.Con.Sph.2, al.; excess of one magnitude over another, Simp. in Ph.973.9.

German (Pape)

[Seite 1193] τό, die in der Figur über eine Linie hervorragende Fläche, Archimed.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβλημα: τό, μέρος, ἐπιφάνεια ἐξέχουσα πέραν δεδομένης γραμμῆς, Ἀρχιμήδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
επιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη- του ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ-ε-βλή-θην) + κατάλ. -μα].