ὑπέρβλημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, portion of an area projecting beyond a given line, Archim.Con.Sph.2, al.; excess of one magnitude over another, Simp. in Ph.973.9.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, die in der Figur über eine Linie hervorragende Fläche, Archimed.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρβλημα: τό, μέρος, ἐπιφάνεια ἐξέχουσα πέραν δεδομένης γραμμῆς, Ἀρχιμήδ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α
επιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη- του ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ-ε-βλή-θην) + κατάλ. -μα].