καταδαίνυμαι

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδαίνυμαι Medium diacritics: καταδαίνυμαι Low diacritics: καταδαίνυμαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: katadaínymai Transliteration B: katadainymai Transliteration C: katadainymai Beta Code: katadai/numai

English (LSJ)

only in aor. 1 κατεδαισάμην, devour, consume, νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.

French (Bailly abrégé)

f. καταδαίσομαι, ao. κατεδαισάμην;
manger, dévorer, consumer.
Étymologie: κατά, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαίνυμαι verslinden.

Russian (Dvoretsky)

καταδαίνῠμαι: (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).

Greek Monolingual

καταδαίνυμαι (Α)
καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].

Greek Monotonic

καταδαίνυμαι: μέλ. -δαίσομαι, αποθ., καταβροχθίζω, καταναλώνω, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- καταβιβρώσκω, κατατρώγω, καταναλίσκω, μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.

Middle Liddell

fut. -δαίσομαι
Dep. to devour, Theocr.