φανερομισής
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
φανερομισές (v.l. φανερόμισος, ον), openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.
Greek Monolingual
-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεομισής].