κυνηγεσία
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ, later form for κυνηγέσιον 11, D.L.6.31; = Lat. venatio, κ. ἐπετέλεσεν CIG2719 (Stratonicea):—Dor. κυναγεσία AP7.338, 6.183 (Zos.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chasse avec des chiens.
Étymologie: κυνηγετέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγεσία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγεσίη [κυνηγέτης] het jagen, de jacht (met honden).
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγεσία: дор. κῠνᾱγεσία ἡ Plut., Diod., Anth. = κυνηγέσιον 1.
Greek Monolingual
η (AM κυνηγεσία, Α και δωρ. τ. κυναγεσία) κυνηγέτης
κυνηγέσιον.
Greek Monotonic
κῠνηγεσία: Δωρ. κυνᾱγ-, ἡ, μεταγεν. τύπος του επόμ. (σημασία II), σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγεσία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (σημασ. ΙΙ), Πλουτ. Ἀλέξ. 40, Διογ. Λ. 6. 31· κυνηγεσίας ἐπετέλεσεν, πρὸς διασκέδασιν τοῦ λαοῦ ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ (πρβλ. κυνήγιον), Συλλ. Ἐπιγρ. 2719. ― Δωρ. κυναγ-, Ἀνθ. Π. 7. 338, πρβλ. 6. 183.
Middle Liddell
later form for κῠνηγέσιον (signf. II), Plut.] [from κῠνηγετέω]