Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: κοπτούρα | Medium diacritics: κοπτούρα | Low diacritics: κοπτούρα | Capitals: ΚΟΠΤΟΥΡΑ |
Transliteration A: koptoúra | Transliteration B: koptoura | Transliteration C: koptoyra | Beta Code: koptou/ra |
ἡ, mortar for flour-making, PSI7.787.5 (ii A. D.), Stud.Pal.20.131 (vi A. D.): acc. sg. written κοπτοραν Wilcken Chr.323.22 (ii A. D.).
κοπτούρα, ἡ (Α)
γουδί για κοπάνισμα σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για παραλλαγμένο τ. ενός αμάρτυρου κόπτρα (< κόπτω)].