δενδρύφιον

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρύφιον Medium diacritics: δενδρύφιον Low diacritics: δενδρύφιον Capitals: ΔΕΝΔΡΥΦΙΟΝ
Transliteration A: dendrýphion Transliteration B: dendryphion Transliteration C: dendryfion Beta Code: dendru/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of δένδρον, M.Ant.4.20, Dsc.1.108; toy tree, Hero Spir.1.41, al.; of corals, Thphr. HP 4.7.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
arbolito en una escultura Ἑρμῆν ὡς δίπουν ... [πρ] οσανακεκλιμένον πρὸς δενδρυφίῳ ID 1416A.1.91 (II a.C.), en un diseño de fuente, Hero Spir.1.41, ref. a la forma del coral, Thphr.HP 4.7.3, cf. M.Ant.4.20
arbusto ref. el zumaque, Dsc.1.108, el agnocasto, Hsch.s.u. λύγος, δενδρύφια κολοβά arbustos enanos o achaparrados de la pimienta, Pall.Gent.Ind.1.7.

German (Pape)

[Seite 546] τό, dim. von δένδρον, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρύφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δένδρον, ἐπὶ τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ φυτῶν, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 7, 2.

Greek Monolingual

δενδρύφιον, το (Α)
1. μικρό δένδρο
2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου
3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη -ύφιον. Πιθανή αλλ' αναπόδεικτη είναι η άποψη ότι ανάγεται σε θ. δενδρu- (με ημίφωνο u / υ
πρβλ. ζωu, ζωύ-φιον) και ότι συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «δενδρυάζω
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς, καταχρηστικώς δε και επί του απλού δύνειν και κρύπτειν»).