δενδρύφιον
Full diacritics: δενδρύφιον | Medium diacritics: δενδρύφιον | Low diacritics: δενδρύφιον | Capitals: ΔΕΝΔΡΥΦΙΟΝ |
Transliteration A: dendrýphion | Transliteration B: dendryphion | Transliteration C: dendryfion | Beta Code: dendru/fion |
Contents
English (LSJ)
τό, Dim. of δένδρον, M.Ant.4.20, Dsc.1.108; A toy tree, Hero Spir.1.41, al.; of corals, Thphr.HP4.7.2.
German (Pape)
[Seite 546] τό, dim. von δένδρον, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρύφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δένδρον, ἐπὶ τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ φυτῶν, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 7, 2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
arbolito en una escultura Ἑρμῆν ὡς δίπουν ... [πρ] οσανακεκλιμένον πρὸς δενδρυφίῳ ID 1416A.1.91 (II a.C.), en un diseño de fuente, Hero Spir.1.41, ref. a la forma del coral, Thphr.HP 4.7.3, cf. M.Ant.4.20
•arbusto ref. el zumaque, Dsc.1.108, el agnocasto, Hsch.s.u. λύγος, δενδρύφια κολοβά arbustos enanos o achaparrados de la pimienta, Pall.Gent.Ind.1.7.
Greek Monolingual
δενδρύφιον, το (Α)
1. μικρό δένδρο
2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου
3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη -ύφιον. Πιθανή αλλ' αναπόδεικτη είναι η άποψη ότι ανάγεται σε θ. δενδρu- (με ημίφωνο u / υ
πρβλ. ζωu, ζωύ-φιον) και ότι συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «δενδρυάζω
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς, καταχρηστικώς δε και επί του απλού δύνειν και κρύπτειν»).