λαγιδεύς
From LSJ
English (LSJ)
-έως, ὁ, (λαγώς)
A leveret, Plu.2.971d, Ael.NA7.47.
II rabbit, Str.3.2.6.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, 1) das Junge des Hafen, Ael. H. A. 7, 47. – 2) das Kaninchen, Strab. III, 144 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
jeune lièvre, levreau, animal.
Étymologie: λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγῐδεύς: έως ὁ зайчик или зайчонок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγῐδεύς: έως, ὁ, (λαγὼς) νεογνὸν λαγωοῦ, ὡς τὸ λυκιδεὺς ἐκ τοῦ λύκος, κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλούτ. 2. 971D. ΙΙ. κόνικλος, Στράβ. 144.
Greek Monolingual
ο (Α λαγιδεύς, -έως) λαγώς
το νεογνό του λαγού, λαγουδάκι
αρχ.
το κουνέλι.