κακοδαιμονικός
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
κακοδαιμονική, κακοδαιμονικόν, bringing unhappiness or misfortune, πικρία Phld.Ir.p.56 W., cf. D.L. 7.104, S.E.M.9.176.
German (Pape)
[Seite 1299] Unglück bringend; D. L. 7, 104; S. Emp. adv. phys. 1, 176.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδαιμονικός: приносящий несчастье, несущий горе (τὸ θεῖον Sext.; χρῆσις Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαιμονικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἀτύχημα, δυστυχίαν, Διογ. Λ. 7. 104, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 176.
Greek Monolingual
κακοδαιμονικός, -ή, -όν (Α) κακοδαίμων
αυτός που προξενεί κακοδαιμονία.