παίκτης

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

παίκτου, ὁ, dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.

Russian (Dvoretsky)

παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.