οὐλοφόνον
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
τό, a plant, = χαμαιλέων μέλας (black chameleon, Cardopatium corymbosum), Dsc.3.9, cf. Nic.Al. 280 (v.l.).
Greek Monolingual
οὐλοφόνον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας. βλ. ουλοφόνος.