ουλοφόνος

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

οὐλοφόνος, -ον (Α)
1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνον
το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος.