φυκιοχαίτης
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
φυκιοχαίτου, ὁ, with hair like seaweed, Hsch. (expld. by ψαφαροχαίτης), PSI8.892 (iv (?) A. D.).
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, mit Haaren wie Meertang, = ψαφαροχαίτης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκιοχαίτης: -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην
ψαφαροχαίτην».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. του φῦκος + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσοχαίτης].