ἀλιτάνευτος
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ἀλιτάνευτον, inexorable, PMag.Par.1.1176, Glossaria; cf. ἀλλ-. Adv. ἀλιτανεύτως AB374, EM57.30.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτάνευτος) -ον
• Alolema(s): ἀλλῐτ- AP 7.483
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 inexorable, que no atiende a súplicas el Hades AP 7.483, la muerte PMag.4.1776, Gloss.2.81.
2 adv. -ως sin atender a súplicas ἀδικεῖν EM 57.30G., Et.Gen.α 400, AB 374.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιτάνευτος: -ον, εὕρηται μόνον ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀλιττ-, ὃ ἴδε. - Ἐπίρρ. -ως, Α. Β. 374, Ἐτυμ. Μ. 57.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλιτάνευτος, -ον) λιτανεύω
νεοελλ.
1. (για άγιες εικόνες ή ιερά αντικείμενα) αυτός που δεν λιτανεύθηκε, που δεν τον περιέφεραν σε λιτανεία
2. αυτός που δεν τον ικέτευσαν, δεν τον παρακάλεσαν με λιτανεία
αρχ.
απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος, άκαμπτος, σκληρός.
Léxico de magia
-ον inexorable de un dios σὺ ... ἀνίλαστε, ἀλιτάνευτε tú, despiadado, inexorable P IV 1776