ὠφελητικός
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ὠφελητική, ὠφελητικόν, helpful, useful, Ph.1.14, Fr.55 H., Arr. Epict.2.10.23, Aristid.Quint.2.9, Dam.Isid.296.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελητικός: -ή, -όν, βοηθητικός, χρήσιμος, Φίλων 1. 120.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ωφέλιμος, βοηθητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθητικός)].