δολιχόουρος

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόουρος Medium diacritics: δολιχόουρος Low diacritics: δολιχόουρος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΟΥΡΟΣ
Transliteration A: dolichóouros Transliteration B: dolichoouros Transliteration C: dolichoouros Beta Code: dolixo/ouros

English (LSJ)

or δολίχουρος, ον, long-tailed: metaph. of verses with a syllable redundant (as Od.5.231), Sch.Heph.p.290C., Eust.12.33.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. δολίχουρ- Eust.12.34
de larga cola, fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. Il.3.237, Od.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.Ex.42.18L.

German (Pape)

[Seite 654] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόουρος: и δολιχοῦρος ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόουρος: ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. μείουρος.

Greek Monolingual

ο (AM δολιχόουρος, -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῦρος, -ον)
(μετρ.) (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο τέλος μια συλλαβή παραπάνω
αρχ.
αυτός που έχει μακριά ουρά.