θυμίζω
From LSJ
English (LSJ)
taste of thyme, Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to be embittered, θυμιχθείς· πικρανθείς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμίζω: ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι πικρός, «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
(Μ θυμίζω)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί
μσν.
μέσ. θυμίζομαι
θυμάμαι («θυμίζετον το κάλλος», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν-θυμίζω < εν + -θυμίζω (< θυμός)].
(II)
θυμίζω (Α) θύμον
1. έχω γεύση θύμου, θυμαριού
2. παθ. θυμίζομαι
είμαι πικρός, πικραίνομαι («θυμιχθείς
πικρανθείς», Ησύχ.).