βησσήεις

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βησσήεις Medium diacritics: βησσήεις Low diacritics: βησσήεις Capitals: ΒΗΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: bēssḗeis Transliteration B: bēssēeis Transliteration C: vissieis Beta Code: bhssh/eis

English (LSJ)

βησσήεσσα, βησσήεν, of or like a glen, woody, ἄγκεα, δρία, Hes.Op. 389,530; οὔρεα D.P.1183; νομός Coluth.41.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
semejante a una cañada, encajonado ἄγκεα Hes.Op.389, δρία Hes.Op.530, οὔρεα D.P.1183, νομός Colluth.41.

German (Pape)

[Seite 442] εσσα, εν. schluchtenreich od. waldig, ἄγκεα· Hes. O. 387; δρυμά Tb. 130; οὔρεα Dion. P. 1183; νομός Coluth. 41.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
encaissé comme un vallon.
Étymologie: βῆσσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βησσήεις -εσσα -εν βῆσσα rijk aan bergkloven.

Russian (Dvoretsky)

βησσήεις: ήεσσα, ήεν (изрытый) лесистыми ущельями, лесистый (ἄγκεα, δρυμά Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

βησσήεις: εσσα, εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, ἄγκεα, δρυμὰ Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389, 530.

Greek Monolingual

βησσήεις, -εσσα, -εν (Α) βήσσα·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι
2. ο όμοιος με βήσσα.

Greek Monotonic

βησσήεις: -εσσα, -εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[from βῆσσα
of or like a glen, wooded, Hes.